Κ POV

Στεκόταν αμίλητος στο σκοτάδι· με την καρδιά να φτεροκοπά στο στήθος του και το αίμα να βράζει στις φλέβες του. Το βλέμμα του προσηλώθηκε στις αέρινες φιγούρες μπροστά του που αργά πήραν την θέση τους, αγκαλιάζοντας κυκλικά την σκηνή. Και ξέροντας μέσα στη ψυχή του τι ακολουθούσε, ακούμπησε την πλάτη του στον πέτρινο τοίχο πίσω του.

Αν κοίταζε πάνω μπορούσε να δει τους θεατές που κάθονταν στις ακριανές θέσεις – ολόκληρη η Επίδαυρος είχε γεμίσει για την πρεμιέρα. Και εκείνος στεκόταν στην πλαϊνή είσοδο, στις σκιές - χωρίς να θέλει να την αποσπάσει σε περίπτωση που το βλέμμα της έπεφτε πάνω του, αλλά πάντα εκεί.

Το αχνό βουητό του κόσμου πίσω του έπαψε όταν τα τελευταία μέλη του χορού πήραν τις θέσεις τους και από πίσω τους εμφανίστηκε εκείνη.

Μια αιθέρια αύρα περιέβαλλε την μορφή της· η ξανθή της κόμη φλέρταρε με το νωχελικό φώς, το κορμί της σε αρμονία με την νύχτα. Και σαν κοίταξε τα μάτια της, η κοφτή του ανάσα μπλέχτηκε στο θερινό αεράκι που έκανε τον λιτό χιτώνα της να ανεμίσει με το χάδι του.

Μια φουρτούνα είχε ξεσπάσει μέσα τους, άγρια κύματα τάραζαν τα συνήθως γαλήνια νερά τους. Το γαλάζιο τους χρώμα είχε σκοτεινιάσει τόσο που στο βάθος του βυθού τους δέος τον κατέκλισε.

Ο Κωνσταντίνος παρακολούθησε μαγνητισμένος την σκηνή, μη τολμώντας να πάρει το βλέμμα του μακριά. Αντίκρισε την Αντιγόνη, να θρηνεί τον άδικο χαμό του αδερφού της. Να παλεύει για τα πιστεύω της. Να θυσιάζεται για αυτούς που αγαπούσε. Η ιστορία της ηρωίδας που τον είχε σαγηνέψει από παιδί ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια του, και μαζί της το μεγαλύτερο του όνειρο πραγματώθηκε, πιο υπέροχο από ότι είχε τολμήσει να ελπίζει ποτέ.

Δεν κατάλαβε πότε τελείωσε. Πότε το συγκλονισμένο κοινό σηκώθηκε όρθιο στα πέτρινα εδώλια για να της απονέμει τις ζητωκραυγές που με τόσο κόπο, αγάπη και ιδρώτα εκείνη είχε καταφέρει να αξίζει. Με ρίγη συγκίνησης να τον διαπερνούν, άκουσε μόνο τον ήχο των χεριών του να την χειροκροτούν με ορμή καθώς εκείνη πλησίασε το κέντρο της σκηνής και βυθίστηκε σε μία μονάχα, ταπεινή υπόκλιση.

Ένα λεπτό αργότερα, η Μαρίνα βγήκε τρέχοντας από τα παρασκήνια και στάθηκε μπροστά του.

«Ήμουνα καλή;» Τον ρώτησε ξέπνοα, τα γαλάζια της μάτια διάπλατα ανοιχτά.

Του την είχα ξανακάνει την ερώτηση αυτή κάποτε. Ήσουνα, γαμώ το κέρατό μου, ήσουνα, της είχε απαντήσει αυτός.

Το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να την τραβήξει στο στήθος του, τόσο απότομα που ξαφνιάστηκαν και οι δυο.

Τα χέρια του έσφιξαν γύρω της, το πρόσωπό του βυθίστηκε στις ξανθές της μπούκλες. Ένα χαμόγελο άγγιξε τα ροδαλά της χείλη.

Κι εκείνος άφησε τα δάκρυα να κυλίσουν γοργά στα μάγουλά του και να μουσκέψουν τον χιτώνα της.

Για μια φορά, ήταν περήφανος για αυτά.


M POV

Ουφ!, ξεφύσησε, το στήθος της βαρύ.

Έβγαζε το κεφάλι της από την πόρτα και κρυφοκοίταζε ξανά και ξανά τη μεγάλη αίθουσα γεμάτη κόσμο - μα όσα γνώριμα πρόσωπα έβλεπε να κάθονται στα στολισμένα τραπέζια, τόσο και έτρεμαν τα γόνατά της σαν της γαλοπούλας την μέρα των Ευχαριστιών. Κάθε τρεις και λίγο μπροστά σε πλήθη βρισκότανε, γιατί ήταν αυτό το καταραμένο τόσο διαφορετικό;

Έσκυψε άλλη μια φορά διακριτικά να κοιτάξει, και τα μάτια της έπεσαν πάνω στην κυρία Ντένη. Φορούσε ένα βαθύ πράσινο φόρεμα, διαμάντια που λαμπύριζαν στον λαιμό, και ένα πλατύ, περήφανο χαμόγελο. Το ίδιο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της μάνας της ακριβώς δίπλα – εκείνη σε αντίθεση φορούσε ένα κόκκινο σακάκι και το χέρι του πατέρα της γύρω από τους ώμους της. Και στις αγκαλιές τους, μέχρι και τα δίδυμα σαν να της χαμογελούσαν. Ο Διονύσης και η Ζωή, ονομασμένοι και οι δύο από δυο σπουδαίες γυναίκες, χωρίς τις όποιες – για να λέμε και του στραβού το δίκιο – η σημερινή ημέρα δεν θα είχε υπάρξει ποτέ.

Χωρίς πλάκα όμως τι φάση, όλοι οι καλεσμένοι της χαμογελούσαν σαν χαμένα. Πώς λέμε εγώ γελώ με δώδεκα και δεκατρείς μ' εμένα.

Ουφ!, Αναστέναξε ξανά και κρύφτηκε πάλι – για να ακουμπήσει το κεφάλι της στον τοίχο και να κλείσει τα μάτια.

«Τι έπαθες μωρή και βαρυγκωμάς σαν ετοιμόγεννη φοράδα;» ρώτησε ο Τόλης κοροϊδευτικά, και ακούμπησε και αυτός στον τοίχο δίπλα της.

«Δεν πάω.» ανακοίνωσε εκείνη απλά.

«Θα πας.»

«Βρε δεν πάω.»

«Βρε θα πας.»

«Άσε με ρε Τόλη κι εσύ!» Άνοιξε τα μάτια και τον αγριοκοίταξε. «Μου έχουν κοπεί τα πόδια σου λέω, δεν πάω.»

Ο Τόλης σήκωσε το ένα φρύδι. «Κόβονται βρε τα πόδια μιας Σαρακατσάνας;»

«Τόλη!» Τσίριξε εκνευρισμένη, μα μετά έκανε μια γκριμάτσα πόνου και άφησε το κεφάλι της να πέσει πίσω στον τοίχο ξανά. «Ουφ!»

«Και ο λύκος φύσηξε και ξεφύσηξε, και έριξε κάτω το αχυρένιο σπιτάκι…»

«Κόβεις τη μαλακία;» τον μάλωσε. «Εδώ σου λέω τα έχω παίξει, τρέμω ολόκληρη! Να-» τέντωσε τα χέρια της μπροστά. «Δεν σου κάνω πλάκα!»

Ο Τόλης τους έριξε μια ματιά, και απευθείας το βλέμμα του μαλάκωσε. Πήρε στα χέρια του τα τρεμάμενα δικά της. «Βρε κουτό.» μουρμούρισε, χαμογελώντας της τρυφερά. «Βρε κοτζάμ Αντιγόνη στην Επίδαυρο έπαιξες και εδώ θα κωλώσεις; Δηλαδή τι φοβάσαι, τι μπορεί να γίνει;»

«Δεν ξέρω.» παραπονέθηκε εκείνη. Γιατί πραγματικά δεν ήξερε. Δεν ήταν ότι φοβόταν μη ξεχάσει τα βήματα, τόσες και τόσες χορογραφίες είχε κάνει στην εκπομπή, και ήταν και το στοιχείο της ο χορός και το τραγούδι ρε παιδί μου, δεν ήταν αυτό. Ούτε τον κόσμο ντρεπότανε αλίμονο! Από παραστάσεις άλλο τίποτα από τότε με την όλη ιστορία της ομηρίας του Μένιου. Δεν ήταν η έκθεση στο κοινό που την τρόμαζε.

«Είναι που αυτό δεν είναι show.» Συνειδητοποίησε φωναχτά ξαφνικά. «Είναι που 'ναι αληθινό.»

Ο Τόλης χαχάνισε. «Ρε χαζούλι… Βρε αυτό είναι το καλύτερο κομμάτι, βρε.» της είπε γλυκά.

Εκείνη έκανε άλλη μια γκριμάτσα. «Ναι μα εγώ-»

Και τότε οι πρώτες νότες του κομματιού ήχησαν στην αίθουσα και χάιδεψαν τρυφερά τα αφτιά της.

Και παρότι προς στιγμήν η καρδιά της σκίρτησε από την ταραχή, μόλις αναγνώρισε το κομμάτι, γύρισε να κοιτάξει τον Τόλη με ένα βλέμμα που ρωτούσε απηυδισμένα, Πλάκα μου κάνεις τώρα;

«Τι; Ταιριάζει.» Ο τόνος του ήταν μια περίεργη μείξη αθωότητας και πονηριάς, με μια γερή δόση καταπιεσμένο γέλιου. «Σκέψου το. Γκρινιάρης και σκυθρωπός καθηγητής αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει μια αμόρφωτη κοπέλα, μα η τσαχπινιά και το τσαγανό της τον κάνουν τελικά να την ερωτευτεί παράφορα.»

Εκείνη χαμογέλασε λίγο μα κούνησε το κεφάλι της. «Άμα αυτό μόνο έχεις καταλάβει από αυτά τα δύο χρόνια, έχεις χάσει επεισόδια κολλητούλη.»

«Το ξέρω, μωρό μου.» Της είπε γνώριμα. «Εγώ δεν το ξέρω; Εγώ βρε σας έχω γεννήσει. Αλλά από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς. Σωστά;» Ρώτησε, και την έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο.

Και τότε ο βλαμμένος ο κολλητός της την έσπρωξε στη μέση της πίστας.

Της έφυγε ένα ξεφωνητό όταν το φως της αίθουσας την έλουσε, και φυσικά όλοι οι συγγενείς και γνωστοί τους από κάτω άρχισαν να ζητωκραυγάζουν. Ή να γελούν με την ξαφνιασμένη φάτσα της, στην περίπτωση της αδερφής της. Ευτυχώς ο Τόλης την ακολούθησε και δεν την άφησε μόνη στα κρύα του λουτρού γιατί θα τον είχε στραγγαλίσει τον παλιοξεφτύλα.

«Είδες; Ευκολάκι.» είπε γελώντας και της έτριψε τους ώμους παρηγορητικά. Υπό κανονικές συνθήκες θα του τα είχε κόψει τα ξερά του από τη ρίζα, αλλά έχε χάρη που το στομάχι της είχε βρεθεί στο υπόγειο.

«Βρε!» Πετάχτηκε ο Πέτρος από πίσω. «Τι γίνεται εδώ, ο κουμπάρος την κουμπάρα;»

«Επ! Κουμπάρε. Σου 'ρχομαι!» Φώναξε ο Τόλης, και γύρισε να κοιτάξει τη Μαρίνα στα μάτια. «Λοιπόν, να 'τος μπαίνει ο δικός σου εγώ την κάνω.» είπε και της έσφιξε άλλη μια τον ώμο ενθαρρυντικά. «Τι είσαι;»

Εκείνη ξεροκατάπιε. «Ξανθιά.»

Χαχάνισε. «Αλλού το πήγαινα, αλλά το δέχομαι. Ψυχραιμία, εντάξει; Το 'χεις.»

Και με μια τελευταία ματιά, έτρεξε κατευθείαν στον Πέτρο στη γωνία. Όπα δηλαδή… Ο κουμπάρος τον κουμπάρο…;

Όχι ότι είχε μυαλό να τα σκέφτεται αυτά τώρα, βέβαια.

Είμαι Σαρακατσάνα. Είμαι Σαρακατσάνα. Επαναλάμβανε στο μυαλό της, σαν να ψιθύριζε τα λόγια από ένα μαγικό ξόρκι που θα την ηρεμούσε ξαφνικά. Έλα όμως που δεν ήταν η Σαμπρίνα... Σχεδόν τρομαγμένα, έριξε μια ματιά για πρώτη φορά στην απέναντι μεριά της αίθουσας. Και εκεί είδε τον Κωνσταντίνο, να μπαίνει από την άλλη μεριά και να την πλησιάζει.

Είδε τα μαύρα δερμάτινα παπούτσια του να λαμπυρίζουν κάτω από το έντονο φώς της αίθουσας. Είδε το μαύρο του κουστούμι με το κόκκινο παπιγιόν· πινελιά του Τόλη τελευταίο φυσικά. Και Αρμάνι, για να μην έχει παράπονο ο μπάμιας ότι εκείνον δεν τον ντύνει. Μα ακόμα και μέσα από το κουστούμι του μπορούσε να διακρίνει ότι το σώμα του ήταν σφιγμένο, νευρικό. Και αυτό της έδωσε ώθηση να κοιτάξει το πρόσωπό του. Τα άγρια γένια του πλαισίωναν το μαγκωμένο του σαγόνι, τα χείλη του μια άκαμπτη γραμμή. Τα καστανά του μάτια κοιτούσαν ανήσυχα το πλήθος γύρω τους, και εκείνη ήξερε πως παρότι ο χορός ήταν το δικό της στοιχείο, εκείνος – πώς να το κάνουμε – ήταν σκράπας ο μπουχέσας.

Αυτό έβαλε ένα χαμόγελο στα χείλη της.

Για πρώτη φορά από όταν έφτασαν στην μπουάτ, αντί να ξεφυσήσει ανήσυχα, η Μαρίνα αναστέναξε. Και προτού το καταλάβει, όταν το βλέμμα του συνάντησε επιτέλους το δικό της, ήταν εκείνη που του χαμογελούσε ενθαρρυντικά.

Παρά τα κομμένα του πόδια, εκείνος ανταπέδωσε διστακτικά.

Υποκλιθήκαν και οι δύο ταυτόχρονα. Εκείνος γέρνοντας ελαφρώς. Εκείνη βυθίζοντας με χάρη, κρατώντας το κατάλευκο της νυφικό. Όταν εκείνος άνοιξε τα χέρια προσκαλώντας την, εκείνη έκανε μια αέρινη στροφή και προσγειώθηκε στα χέρια του. Κάθε έγνοια γλίστρησε από το μυαλό τους, ήταν λες και τη στιγμή που άρχισαν να χορεύουν ήταν μόνοι στο δωμάτιο · οι δύο τους, οι ασπρόμαυρες φιγούρες στους τοίχους και η μελωδία να τους οδηγεί, καθώς τα βήματα γλιστρούσαν ανάμεσά τους σαν αναστεναγμοί σε σατέν σεντόνια.

I only know when he

Began to dance with me

I could have danced, danced, danced

All night