Επιτέλους, μετά από τόσο καιρό αποφάσισα να γράψω για ένα από τα αγαπημένα μου παιχνίδια στα ελληνικά, καθώς ομολογώ ότι τα αγγλικά με κούρασαν και περιόρίζουν σημαντικά τον τρόπο σκέψης μου.

Το συγκεκριμένο φικ είναι εμπνευσμένο από τη στιγμή που η Τίφα συναντά τον Κλάουντ, μετά από πολύ καιρό στο σταθμό των τρένων, μια από τις σκηνές που σου αφηνουν αρκετα περιθωρια για να αναλογιστεις το τι συνεβη, και πώς ο Κλάουντ έγινε μέλος της ομάδας Χιονοστοιβάδα. Για διεκόλυνση στην ανάγνωση, το διαχώρισα σε μικρά κεφάλαια, τα οποία συνολικά δε θα ξεπεράσουν τον αριθμό 5. Ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη σας κι ανυπομονώ να επικοινωνήσω με συμπατριωτάκια! :)

Κεφάλαιο 1

Στην περιοχή 7 της πόλης Μίντγκαρ, στις φτωχογειτονιές, εκεί που δε μπορούσες να διακρίνεις αν η μέρα ήταν διαφορετική απ'τη νύχτα, υπήρχε ένα μπαρ, γνωστό για τα σπέσιαλ κοκτέιλ του, όπου θα συναντούσες πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, με πολλές ιστορίες για ν'ακούσεις : αριστοκράτες που ξέπεσαν απ'την κοινωνική τους θέση, φτωχούς που δε μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα, μοναχικούς ανθρώπους που 'χαν χάσει τα πάντα κι αναζητούσαν παρηγοριά μες την πλανεύτρα αγκαλιά ενός ποτού... έως και τρομοκράτες!- σύμφωνα με τις πρόσφατες φήμες που'χαν αρχίσει να εξαπλώνονται ολοένα και περισσότερο τον τελευταίο καιρό. Αλλά τo μεγαλύτερο μέρος των πελατών πήγαινε για να θαυμάσει, ίσως και να κατακτήσει, την από καιρό παγωμένη καρδιά της όμορφης μπαργούμαν.

Εκείνη είχε κερδίσει το σεβασμό των πελατών της, πότε με το εύστροφο μυαλό της, πότε με τo δυναμικό της χαρακτήρα και σε πολύ επείγουσες περιπτώσεις με το ταλέντο της στις πολεμικές τέχνες. Ήταν καστανή, με μακριά σκούρα μαλλιά που άγγιζαν τους γοφούς της, με ένα αψεγάδιαστο, καλλίγραμμο κορμί και δύο πελώρια μαγευτικα καστανά μάτια, τα οποία περιπλανιώντουσαν ανάμεσα σε μεθυσμένα πρόσωπα, σα ν'αναζητούσαν να βρουν κάτι οικείο, κάτι γνωστό, η ακόμα πιο συγκεκριμένα, κάποιον, άφαντο για πολλά χρόνια, που όμως υπήρχε ακόμα στις πιο σκοτεινές γωνίες του υποσυνείδητού της, καραδοκώντας, περιμένοντας τη σωστή στιγμή για να εμφανιστεί και να ταράξει κάθε κύτταρο της υπομονετικής ύπαρξης της.

Ύστερα από 'κείνο το τραγικό περιστατικό στη γενέτειρα της, η ζωή της είχε πάρει μια γρήγορη, ξαφνική τροπή, δίχως να της αφήσει περιθώρια να συνειδητοποιήσει, η ν'αντιληφθεί το τι συνέβη. Οι φλόγες που κατέκαιγαν τα πάντα, ένα τοπίο βγαλμένο κατευθείαν απ'την κόλαση, καταβροχθίζοντας τον τόπο όπου είχε δημιουργήσει τα όνειρά της, ακόμα έλαμπαν στα αγανακτισμένα της μάτια, τροφοδοτώντας το μίσος της γι αυτόν τον αιμοβόρο επισκέπτη του τότε, το Σέφιροθ. Η θύμηση της κοφτερής λεπίδας του, που 'χε διαπεράσει βάναυσα το κορμί της ήταν ακόμα πολύ κοντινή, επώδυνη κι ανατρεπτική, η θέα του νεκρού της πατέρα, του μοναδικού ανθρώπου που της είχε απομείνει στον κόσμο, ακόμα στοίχειωνε τα μακρόσυρτα κι εφιαλτικα όνειρα της, προκαλώντας της αμέτρητα, άβρεχτα, σιωπηλά δάκρυα που άλλαζαν μορφή και γινόντουσαν οργή, μίσος, απόγνωση, για την εταιρία Σινρα, την ομάδα Στρατιώτης, το Σέφιροθ, τους πάντες!

Χαμένη, κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και των κόσμο των συνειρμών της, δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι η ώρα είχε περάσει γρήγορα κι έπρεπε να κλείσει το μαγαζί, αφήνοντας αυτό τo μέρος να ξαναπάρει την πραγματική του ταυτότητα : τo κρησφύγετο της ομάδας στην οποία άνηκε, τη Χιονοστοιβάδα, που κατέστρεφε τις άπληστες μηχανές της εταιρίας Σινρα και που ρουφούσαν το αίμα του πλανήτη. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας έφυγαν σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη αποστολή, κι εκείνη είχε μείνει ανάμεσα στους τέσσερις, άδειους πλέον τοίχους, ν'αγκαλιάζει την αφόρητη μοναξιά της... Παρά τo ξενύχτι και τις ατελείωτες ώρες της εργασίας που 'χε προηγηθεί, δε νυστάζε ακόμα, σα να υπάκουγε σ'ένα μυστικό κάλεσμα το οποίο την ήθελε να βγει έξω, να περπατήσει μοναχή της δίχως κάποιο σκοπό, με τις σκέψεις της για συντροφιά μες τη νύχτα που σιγοπέθαινε, δίνοντας τη θέση της στο αχνό φως του ηλίου που ξημέρωνε, αν αυτός βέβαια μπορούσε να γίνει ορατός σε αυτές τις γειτονιές, όπου λίγες ακτίνες του μπορούσαν να ξεγλιστρήσουν κατά διαστήματα, σπάνια, αραιά και που. Τα βήματα της, την οδηγούσαν αργά και σταθερά προς το σταθμό των τρένων, σε μια επίδοξη προσπάθεια της να γλιτώσει από την καταπιεστική ρουτίνα που πλυμμήριζε την από καιρό προγραμματισμένη ζωή της, σαν τρένο όπου πήγαινε μονάχα εκεί που τo οδηγούσαν οι γραμμές του. Ήθελε να ξεφύγει, μονάχα για λίγο, να κάνει κάτι διαφορετικό, μήπως άλλαζε η τύχη της.

Και έτσι, ξαφνικά... εκεί που δεν το περίμενε, σαν το αόρατο χέρι μιας δύναμης από ψηλά να'χε πέσει πάνω της, αντίκρυσε αυτό που ποθούσε και φυλούσε στο στήθος της με τόση καρτερική ευλάβεια...