Κ POV

Μα φυσικά. Φυσικά. Εννοείται. Στην πιο κρίσιμη στιγμή, πάνω που -μετά από δυο χρόνια κρυψίματος και ντροπής και γαμημένης δειλίας- δούλεψε τα ηλίθια θέματά του και αποφάσισε να πάρει επιτέλους τη ζωή του στα χέρια του και να διεκδικήσει αυτά που μετρούσαν… Φυσικά και τώρα που επιτέλους έλυσε τα μέσα του θα εμφανιζόταν ο εξωτερικός παράγοντας -στη μορφή του κοινώς ρουφιάνου Μένιου Τσαπάρα- που θα τον εμπόδιζε να αποκτήσει αυτά που ήταν δικαιωματικά δικά του. Στη θεωρία δικά του δηλαδή, γιατί ούτε γυναίκα του ήταν η Μαρίνα ούτε είχε αναγνωρίσει τα παιδιά. Αλλά πάνω που το αποφάσισε να αλλάξει τις δύο αυτές τεχνικές λεπτομερειούλες, να σου που όλα πήγαν κατά διαόλου.

Αλίμονο κι αν δεν πήγαιναν, για τη ζωή του μιλάμε.

Φυσούσε και ξεφυσούσε σαν μανιακός, περπατώντας άσκοπα μέσα στο σαλόνι καθώς ο Μένιος εξηγούσε το σχέδιο του. Πώς δραπέτευσε από τη φυλακή, πώς έφτασε μέχρι το σπίτι, πως θα δώσει το θέμα στο ΣΚΑΪ αποκλειστικό και θα απαιτήσει διέλευση στο εξωτερικό για να ελευθερώσει τους ομήρους του. Εκείνους, δηλαδή, εκείνοι ήταν οι όμηροι. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, η Ντένη, η Μαρούσκα, η Φλώρα και η Μαριάνθη. Και ο Τίτος, ο οποίος είχε κουλουριαστεί νωχελικά πάνω σε ένα μαξιλάρι στον καναπέ, μην έχοντας ιδέα του τι γινόταν γύρω του. Αλλά βέβαια, η άγνοια είναι παράδεισος. Το να γνωρίζει κανείς τι γίνεται, αυτό είναι που τον τρελαίνει.

Αυτή τη στιγμή για παράδειγμα, γνώριζε πολύ καλά πως η Μαρίνα ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας ντυμένη στα λευκά, και στην κορυφή την περίμενε αυτός ο αβγουλομάτης, ο homo anicanus εν ονόματι Αίας. Και η γυναίκα της ζωής του σε λίγα λεπτά θα ονομαζόταν Μανθοπούλου, και τα παιδιά του, τα δικά του τα παιδιά, Μανθοπουλάκια. Και δεν φτάναν όλα τα' άλλα, ήταν και χάλια όνομα!

Και πώς στο διάολο μπορούσε αυτός να το αποτρέψει από εκεί μέσα που ήτανε κλεισμένος; Τι μπορούσε να κάνει; Ένα βήμα να προσπαθούσε να κάνει προς την πόρτα, ο Μένιος έστρεφε ένα όπλο στη μούρη του. Για το παράθυρο ούτε λόγος, τα πατζούρια ήταν τόσο ερμητικά κλειστά που φάνταζε νύχτα στη μεζονέτα. Από το μπάνιο έξοδος δεν υπήρχε, και η Φλώρα είχε στηθεί μπροστά από την πίσω πόρτα σαν τους ευζώνους στη Βουλή. Απ' όπου και να το κοίταζε, διαφυγή δεν υπήρχε. Κινητά είχε κατασχέσει ο Μένιος οπότε ούτε μπορούσε να πάρει τηλέφωνο τον Τόλη να τον βάλλει σε ανοιχτή ακρόαση στο εκκλησάκι, να πει δυο λόγια στο σημείο με τις ενστάσεις… Ε τι του είχε μείνει; Να κάνει ότι κάνουν οι Μαρκοράδες σε τέτοιες περιπτώσεις.

Μα πάνω που πήγε να βουτήξει την μπουκάλα με το ουίσκι από το μπαρ, έσφιξε τη παλάμη του σε γροθιά και μάζεψε το χέρι του. Όχι, αυτό ήταν κάτι που ο προηγούμενος Κωνσταντίνος θα έκανε. Μα δεν ήταν ο ίδιος πια. Η ξευτίλα, η ταπείνωση, και μετά η θεραπεία και η ελπίδα, τον είχαν αλλάξει. Και τα δίδυμα, αυτά τα δύο ροζ ζαρωμένα πλασματάκια που όταν τα κρατούσε και χανότανε στη μυρωδιά τους, όλος ο κόσμος χανότανε γύρω του. Μα και αυτή. Κι αυτή τον είχε αλλάξει, αμετάκλητα, και ως τον πυρήνα. Και δεν θα τα έβαζε κάτω τώρα, όταν τίποτα δεν είχε ακόμα χαθεί, όταν ήταν τόσο κοντά στο να κερδίσει ξανά αυτά που είχε χάσει.

«Μπουμπού!» φώναξε. Και η έντονη συζήτηση που εδώ και ώρα είχε ξεσπάσει στο σαλόνι ξαφνικά σταμάτησε, και πέντε ζευγάρια παραξενεμένα μάτια έπεσαν πάνω του. Δεν τους παρεξηγούσε, βέβαια, ο ίδιος δεν είχε βγάλει άχνα από τη στιγμή που ο Μένιος είχε μπουκάρει στο σπίτι, παρά μόνο περπατούσε γύρω-γύρω νευρικά και βαριαναστέναζε σαν φρέσκια χήρα. «Α, μην ενοχλήστε, συνεχίστε εσείς.» τους είπε πλησιάζοντας. «Μπουμπού, να σου πω λίγο;»

Άρπαξε την μητέρα του από το χέρι και την τράβηξε μαζί του παράμερα. Αυτή ακολούθησε πρόθυμα μα και πάλι πολύ πιο βραδύρυθμα από ότι εκείνος ήθελε πάνω στα τακούνια της. «Τι είναι αγόρι μου;» τον ρώτησε όταν έφτασαν στη γωνία, ισιώνοντας την αλεπού της.

«Βοήθεια Μπουμπού, τι να κάνω;» τη ρώτησε, αφήνοντας την αγωνία του να βγει στην επιφάνεια. «Πρέπει να σταματήσω τον γάμο, μόνο που την σκέφτομαι δίπλα του κοντεύω να τρελαθώ.»

«Το ξέρω, χρυσό μου, το ξέρω…» αναστέναξε αυτή. «Αμ κι εγώ τι νομίζεις ότι χαίρομαι; Άφησε που πήρε και νυφικό από την Νταίζη, η οχιά.»

Την αγριοκοίταξε. «Μη μου τη βρίζεις, Ντένη, δεν σου επιτρέπω.»

«Συγνώμη αγόρι μου, αλλά άμα με πιάσεις από τη μύτη θα σκάσω η γυναίκα! Ακούς εκεί από την Νταίζη.»

«Να συγκεντρωνόμασταν;» είπε εκνευρισμένος. «Το δικό μου πρόβλημα προέχει.»

«Έχεις δίκιο, να σταματήσουμε το γάμο και της τα βρέχω αργότερα. Μαρούσκα!» γύρισε και κοίταξε την κοπέλα που στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου. «Γράψ' το μη το ξεχάσω, να τσακωθώ με τη Μαρίνα.»

Εκείνη έγνεψε. «Ντα γκασπαζά.»

«Μπουμπού!»

«Εντάξει αγόρι μου, τα τακτοποίησα. Δεν είναι ανάγκη να φωνάζεις κάθε φορά που θέλεις προσοχή. Τι λέγαμε; Α ναι, για το νυφικό.»

«Για το γάμο λέγαμε, Ντένη.» σύριξε μέσα από τα δόντια του.

«Ε, γάμος χωρίς νυφικό γίνεται; Δεν γίνεται.» έκανε εκείνη χαρωπά.

«Μπορείς να μου πεις τι στο διάολο θα κάνω;» Ξέσπασε αυτός, πιο δυνατά από ότι θα ήθελε. «Καταστρέφεται η ζωή μου, το καταλαβαίνεις; Τον παντρεύεται! Εκείνον τον… το μπουχέσα! Τον φλούφλη, τον μαμμόθρεφτο, Μπουμπού!»

«Ναι αγόρι μου, τον μαμμόθρεφτο.» έγνεψε εκείνη συμφωνώντας.

«Και τώρα όπου να ναι θα πουν τους όρκους κι εγώ είμαι κλεισμένος εδώ μέσα και δεν μπορώ να κάνω τίποτα, και θα μου την πάρει – πάνω που βρήκα τα κότσια να την κερδίσω. Θα την χάσω, μια για πάντα αυτή τη φορά και την θέλω, την αγαπάω το καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν, και τώρα δεν θα είναι καν από δικό μου λάθος! Τι να κάνω, Μπουμπού; Κοντεύω να τρελαθώ!» φώναξε, παράπονο στη φωνή του.

«Αυτό το έχεις πάθει προ πολλού.» η διαπεραστική φωνή της Φλώρας αντήχησε στον χώρο, και οι δυο τους γύρισαν ξαφνιασμένοι να την κοιτάξουν. «Τι λες ρε χαμένε; Τι συνωμοτείτε τόσην ώρα;»

«Τη δουλειά σου εσύ Φλωράνς.» την αποδέσμευσε η Ντένη με μια κομψή χειρονομία. «Στην κουζίνα σου.»

«Βρε άι πήγαινε στον διάολο. Τον έχεις στήσει και τόσα χρόνια.»

«Απαξιώ.» σήκωσε το πιγούνι της υπεροπτικά.

«Λοιπόν, μολογάτε.» απαίτησε η Φλώρα. «Τι μαγειρεύατε τόσην ώρα;»

«Μοσχαράκι γάλακτος.» έκανε αυτός ειρωνικά.

Εκείνη άρπαξε ένα μαχαίρι από τον πάγκο. «Μη με δουλεύεις εμένα γιατί θα σου το χώσω εκεί που ξέρεις!»

«Παναγία μου!» φώναξε η Ντένη. «Το παιδί μου!»

Ο Μένιος πετάχτηκε όρθιος και της το πήρε από το χέρι. «Σιγά ρε Φλωρούκο, θα βγάλεις το μάτι της Μαριάνθης.»

«Μμμ, ας γίνει κι αυτό.» ξίνισε αυτή. «Αφού δεν τα βγάζει με τον δικό της.»

«Έι!» φώναξε η Μαριάνθη. «Λίγα λόγια για τον Φώτη μου. 47 μήνες έχουν πάει μόνο.»

«Χα! Σε μήνες τους μετράς ακόμα μωρή;»

«Χριστέ μου, δεν θα φύγω ποτέ από εδώ μέσα!» Βόγκηξε ο Κωνσταντίνος και έθαψε το πρόσωπό του στις παλάμες του.

«Δεν μου λες ρε παλικάρι.» απευθύνθηκε σε αυτόν ο Μένιος. «Σαν πολύ δεν βιάζεσαι; Δίκιο έχει η Φλώρα, τι συνωμοτούσατε εκεί πέρα;»

Δεν ξέφυγε του Κωνσταντίνου πώς ο Μένιος ακούμπησε το χέρι στο όπλο στη τσέπη του. Αντάλλαξε ένα βλέμμα με την Ντένη. «Εμείς; Ε, τίποτα καλέ… Να εδώ για… για τη σειρά λέγαμε στο κανάλι που, που δεν πάει καλά… Ε Ντένη;» γύρισε και την κοίταξε με νόημα.

«Ε; Α ναι, ναι σωστά. Αυτά λέγαμε, ναι. Μπράβο αγόρι μου!»

«Ευχαριστώ, Ντένη, ευχαριστώ.» είπε ικανοποιημένος, και ξανακοίταξε τον Μένιο. «Καταλάβατε;»

Ο Μένιος ζάρωσε τα μάτια του. «Μάλιστα… καταλάβαμε.»

«Ε ωραία, αφού καταλάβατε… να πούμε κι εμείς τα δικά μας για τη σειρά, να συνεχίσετε κι εσείς την συζήτησή σας, μπας και βγούμε καμιά στιγμή από εδώ μέσα.»

«Αν έχεις κανένα ραντεβού παλικάρι προτείνω να το ακυρώσεις, γιατί δεν μας βλέπω να ξεμπερδεύουμε σύντομα.» Τον διαβεβαίωσε ο Μένιος.

«Σύντομα, τι σύντομα;» πετάχτηκε αυτός, έντρομος ξαφνικά. «Τι εννοούμε σύντομα;»

«Ε, πώς λέμε, σύντομα.»

Άφησε την θέση του δίπλα στην Ντένη και πλησίασε τον Μένιο βιαστικά. «Ναι αλλά για τι διάστημα μιλάμε; Λεπτά, ώρες; Πόσο είναι αυτό το σύντομα;» Μίλησε τόσο γρήγορα που τα λόγια του μπερδεύτηκαν μεταξύ τους.

«Ε, πώς λέμε, αύριο – μεθύριο.»

«Αύριο-μεθάυριο;» Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Γύρισε και κοίταξε την Ντένη με γουρλωμένα μάτια. «Αύριο-μεθαύριο!»

Εκείνη έκανε μια γκριμάτσα πόνου, ενώ ο Μένιος απάντησε ατάραχος, «Ε, πώς λέμε, ναι.»

«Τι αύριο-μεθαύριο, πουλάκι μου;!» Του φώναξε αυτός μεσ' τον πανικό. «Εγώ πρέπει να φύγω τώρα! Αυτή τη στιγμή!» Και ξαφνικά, ένιωθε λες και ολόκληρο το δέρμα του είχε τυλιχτεί στις φωτιές , λες και το αίμα του δεν κυλούσε απλά στις φλέβες του μα έβραζε, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του. «Καίγομαι, το καταλαβαίνεις, καίγομαι!» Ούρλιαξε, κλωτσώντας τον καναπέ με δύναμη.

«Και βρώμησες!» Τσίριξε η Φλώρα.

Τα δόντια του έτριξαν · τόσο δυνατά έσφιγγε τα σαγόνια του, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

«Και για να 'χουμε καλό ερώτημα,» συνέχισε αυτή αμέριμνη, με τη διαπεραστική φωνή της να ρίχνει μόνο λάδι στη φωτιά, «πώς κάνεις έτσι ρε χαϊβάνι; Σε γάμο σε περιμένουνε;»

Και… αυτό ξεχείλισε το ποτήρι.

«Ε ναι, σε γάμο!» εξερράγει εκείνος, το πρόσωπό του κατακόκκινο. «Ασ' το διάολο, το 'πα!»

«Μπα; Σε ποιανού το γάμο;»

«Το δικό μου!»

Η Ντένη έτρεξε δίπλα του και τύλιξε το χέρι της γύρω από το μπράτσο του. «Πες το αγόρι μου! Μόνο αμόλα το απότομα μπας και ξεραθεί.»

«Το αμολάω!» είπε και χαμογέλασε. Και για πρώτη φορά, στάθηκε μπροστά τους περήφανα και τους είπε την αλήθεια.

Όλη την αλήθεια.


Μ POV

«Στέφεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Αίαντας, τὴν δούλην τοῦ Θεοῦ Μαρίνα, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν...»

Τι παλούκι ήτανε αυτό, παναγία της; Ούτε στο σχολείο τέτοιο κήρυγμα. Και ακριβώς όπως και στο σχολείο, η Μαρίνα δεν είχε προσέξει ούτε λέξη που έλεγε ο παπάς. Πραγματικά απόρησε αν υπήρχε κάποιος που όντως πρόσεχε. Μια γρήγορη ματιά γύρω της και οι δέκα όλοι κι όλοι καλεσμένοι ξεκάθαρα ήταν στον κόσμο τους, ο Τόλης την έπεφτε στον κολλητό του Αία, η μάνα της η Ζωίτσα κοιτούσε νευρικά το κινητό της… αλλά να, οι γονείς του Αίαντα από την άλλη μεριά ήταν προσηλωμένοι στον παπά, λες και κρέμονταν από τα χείλη του ένα πράγμα. Και όσο για τον ίδιο τον Αία… αυτός κοιτούσε εκείνη με αυτό το βλέμμα του το αγελαδίσιο που την έκανε πάντα ή να θέλει να γελάσει ή να ξεράσει. Τώρα έκλινε προς το δεύτερο.

Μα για να μη ξεράσει πάνω στο νυφικό – δώρο των γονιών του Αία, αχ, θα την σκότωνε η κυρία Ντένη! – τράβηξε γρήγορα το βλέμμα της από τον γαμπρό και τυχαία έπεσε πάνω στην Ζωίτσα ξανά, η οποία πάλι τσέκαρε το κινητό της. Βρε τι κόλλημα κι αυτό; Σε γάμο την περιμένανε; Χα. Αστειάκι.

Όχι, η αλήθεια ήτανε πως άλλον περιμένανε σε γάμο, αλλά εκείνος μάλλον δεν θα ερχόταν ποτέ. Κι όσο το σκεφτότανε τόσο σφιγγότανε το στήθος της, και όλο της φαινότανε ότι μεγάλη μαλακία έκανε που το έσκασε από τη σοφίτα όταν την είχε απαγάγει χτες. Γιατί μια χαρά θα ήταν τώρα εκεί πάνω, εκεί που ξεκίνησαν όλα, με αυτόν δίπλα της στο κρεβάτι να την ταΐζει και να της διαβάζει την Πάπισσα Ιωάννα - κι ας ήταν πάπισσα κι εκείνη, δεν την πείραζε καθόλου όταν της την διάβαζε αυτός. Εκείνο το κήρυγμα θα μπορούσε να το ακούει μια ζωή, αρκεί να βρισκόταν στην αγκαλιά του. Βέβαια είχαν και τα μωρά οπότε κάποια στιγμή θα έπρεπε να σηκωθούν από το κρεβάτι αλλά και πάλι.

Αχ, τα μώρα… Μα γι΄ αυτό και ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό πραγματικότητα. Γιατί αυτός κάτι τόσο απλό και αυτονόητο όπως το να βγει και να πει 'αυτή είναι η γυναίκα μου και αυτά είναι τα παιδιά μου' το έβλεπε Γολγοθά. Κι όταν τον έβλεπε να κολλάει στα αυτονόητα, πώς να τον εμπιστευτεί μετά στα σοβαρά;

Και δεν ήταν μόνο ότι ήταν χέστης. Ντρεπόταν, γαμώτο. Ντρεπόταν για την σχέση τους, για ότι είχαν ζήσει τόσα χρόνια. Ήταν αυτό που πάντα εκείνη φοβόταν, από την αρχή. Αυτό που επαλήθευε όλες τις ανασφάλειές της. Αυτό που επιβεβαιώνονταν κάθε φορά που εκείνος κολλούσε στο σ' αγαπώ. Ντρεπόταν γι' αυτήν, και όταν αυτό ίσχυε, πώς μπορούσε να τα παρατήσει όλα και να μείνει για μια ζωή στη σοφίτα δίπλα του;

Μα και πάλι, δεν μπορούσε τώρα στο ξωκλήσι με τον Αία στο καινούριο του γκρι κουστούμι να μην αναλογιστεί τα πόσα έχανε με την επιλογή της αυτή. Δεν μπορούσε να μην κλείσει για ένα λεπτό τα μάτια της και να φανταστεί αυτόν δίπλα της στη θέση του γαμπρού. Μεσ' τα μαύρα φυσικά, και αξύριστος εννοείται -όσο κι αν η κυρία Φλώρα θα απειλούσε πως θα τον ξυρίσει στον ύπνο του με φαλτσέτα και χωρίς νερό. Θα καθόταν εκεί με το παπιγιονάκι του, σοβαρός-σοβαρός για να δείξει και ήθος, αλλά κάθε τρείς και λίγο θα της έριχνε κάτι πλαϊνές ματιές και κρυφά χαμόγελα από εκείνα που έκαναν τον κόσμο όλο να φωτίζεται, και εκείνη θα ξεχνούσε μέχρι και πως λένε 'δέχομαι'. Και μετά θα την κορόιδευε και για τα ελληνικά της από πάνω, ο μπάμιας.

Για ένα λεπτό άφησε να τα φανταστεί όλα αυτά. Ένα λεπτό μόνο. Και όταν έπιασε τον εαυτό της να χαμογελάει, έδιωξε βίαια κάθε σκέψη του από το μυαλό της. Ο παπάς ακόμα έψελνε, και είχε φτάσει σε ένα σημείο που η Μαρίνα αναγνώριζε. Όταν είπε το 'ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα.', σήκωσε το πόδι της κι έχωσε μια γερή τακουνιά στο παπούτσι του γαμπρού, να του δείξει ποιος κάνει κουμάντο στα σπίτια των Σαρακατσάνων.

«Έι!» έκανε αυτός με αυστηρή φωνή.

Και αμέσως η καρδιά της σταμάτησε, γιατί η φωνή αυτή δεν ήταν του Αίαντα… ήταν εκείνου.

Σήκωσε τα μάτια της από το πάτωμα και τον κοίταξε. Και ήταν όντως αυτός. Με τα μαύρα του και τα γένια του και το άγριό του βλέμμα που έκανε το σφυγμό να σφυροκοπάει στα αφτιά της και τα γόνατά της να λύνονται. Μα πώς ήταν δυνατόν…; Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου της να τον δει καλύτερα, και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της με μανία τον ξανακοίταξε ξέπνοη.

Μα στη θέση του τώρα αντίκρισε τον Αία, ένα κεφάλι πιο ψηλά, να την κοιτάει ξανά με αυτό το αγελαδίσιο βλέμμα του. Και της ήρθε πάλι μια αναγούλα.

Ξαναέβαλε τα γυαλιά της και κοίταξε γρήγορα το πάτωμα. Μπορεί… μπορεί να έφταιγε η ζέστη. Ναι, σίγουρα την είχε βαρέσει στο κεφάλι. Και ήταν και αυτός ο αναθεματισμένος ήλιος. Ε, είπαμε Σαρακατσάνα αλλά πόσα να αντέξει η γυναίκα; Άει σιχτίρ πια!


Κ POV

Μετά από τα τρία απανωτά εγκεφαλικά της Φλώρας, τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Αυτός κάθισε στην πολυθρόνα και όλοι οι άλλοι στο κρεβάτι απέναντί του, σαν παιδάκια που μαζεύονταν να ακούσουν το αγαπημένο τους παραμύθι. Τους είπε όλη τους την ιστορία, από το πρώτο χαστούκι στην εκπομπή, τη νύχτα στη σοφίτα, τα μαθήματα στη σχολή, το βράδυ στο Λυκαβηττό, το διήμερο στις Σπέτσες, τον ηλίθιο χωρισμό τους για ένα σ' αγαπώ, το δεύτερο χαστούκι στην εκπομπή… Και μετά τα πιο πρόσφατα, την εγκυμοσύνη, τον ρόλο της κυρά-Ζωίτσας, το ταξίδι του στα Γρεβενά, την μέρα στον Ορχομενό που γεννήθηκαν τα δίδυμα, τις στιγμές στο σπίτι της που είχε κλέψει μετά. Και μετά τους είπε για τη μεγάλη του ήττα στη δεξίωση για τα μωρά, το πώς τα απαρνήθηκε και μαζί τους και την αγάπη της, το πώς την έχασε από τότε και δεν νόμιζε πώς μπορούσε να την ξανακερδίσει. Μα δεν θα τα έβαζε κάτω.

«Γιατί την αγαπάω. Την αγαπάω, το καταλαβαίνετε;» τους είπε απαλά. Και μικρά μα φωτεινά χαμόγελα ζωγραφίστηκαν στα πρόσωπα όλων τους. «Έγινα ότι έγινα μόνο και μόνο για να καταλάβω ότι την αγαπάω. Κι είναι ένα πλάσμα φτιαγμένο για το ομορφότερο όνειρο. Αλλά και για τον χειρότερο εφιάλτη ταυτόχρονα! Ναι, ναι… Μόνο ένας ποιητής θα μπορούσε να περιγράψει την καρδιά της. Μόνο ένας ζωγράφος θα μπορούσε να αποτυπώσει τον πλούτο της ψυχής της. Μόνο ένας γλύπτης θα μπορούσε να σμιλέψει την ομορφιά της, μόνο ένας φιλόσοφος θα μπορούσε να αναλύσει τους συνειρμούς της…» ξεροκατάπιε. «…Καλά, αυτό άσ' το.»

Η Ντένη χαμογέλασε.

Μετά από αυτό, μέχρι και ο Μένιος ήταν πρόθυμος να κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να τον βοηθήσει. «Εγώ τα ψωμιά μου τα 'φαγα. Εσύ έχεις μια ζωή μπροστά σου, ρε παλικάρι. Χέσε με εμένα.» του είπε, και του φάνηκε πως διέκρινε μια αυξημένη υγρασία στα μάτια του… αλλά μπορεί και να έκανε λάθος.

Στης Φλώρας από την άλλη έτρεχαν ολόκληροι καταρράκτες. «Τανσού…» αναστέναξε αυτός χαμογελώντας της, και εκείνη σκούπισε με το μανίκι της τα μάγουλά της, τον πλησίασε, και κράτησε το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της. Κοιτάχτηκαν για ένα λεπτό χωρίς κανείς τους να μιλήσει· ήταν από εκείνες τις λίγες στιγμές στη ζωή του Κωνσταντίνου όπου οι λέξεις που τόσο αγαπούσε ήταν περιττές. Τελικά, η Φλώρα του έχωσε ένα απαλό χαστούκι. «Χαμένε.» μουρμούρισε, και εκείνος γέλασε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

«Αχ αυτή είναι η ευτυχέστερη μέρα της ζωής μου!» ξεφώνησε η Ντένη, απλώνοντας τα χέρια της στον αέρα. «…μετά την μέρα που η Μαρίνα μου είπε ότι θα γίνω γιαγιά. Και την μεταπολίτευση. Έλα εδώ βρε ζώων!» Φώναξε στην Μαρούσκα, η οποία γούρλωσε τα μάτια της ξαφνιασμένη όταν η κυρία της την έσφιξε στην αγκαλιά της.

«Αχ, μπράβο αγόρι μου!» Είπε η Μαριάνθη χαμογελώντας. «Και όταν την κερδίσεις με το καλό, μπορείς να της πεις να μου υπογράψει ένα σερβίτσιο που έχω έτοιμο; Γιατί μου το έσπασε το πιάτο η προηγούμενή σου η δικηγορίνα.»

Η Φλώρα την αγριοκοίταξε. «Μαριάνθη είσαι μαλάκω, το ξέρεις;»

«Ναι, καλά όλα αυτά αλλά εγώ πρέπει να την προλάβω πρώτα.» είπε ο Κωνσταντίνος, και η πρωτύτερη ταραχή του άρχισε να επιστρέφει. «Αυτή τη στιγμή που μιλάμε αυτή είναι στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και παντρεύεται τον Αία. Και εγώ είμαι κλειδαμπαρωμένος εδώ μέσα με τους δημοσιογράφους από έξω και την αστυνομία περιπολία και δεν ξέρω τι να κάνω. Ίσως ήδη να είναι πολύ αργά.» είπε και κάθισε ξανά στη πολυθρόνα, ξεφυσώντας.

«Λοιπόν.» είπε η Ντένη και κάθισε στον καναπέ. «Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο.»

«Α ναι, στα σχέδια είναι καλή αυτή.» σχολίασε η Φλώρα και κάθισε κι αυτή δίπλα της. «Πόσα χρόνια έχει ξεγελάσει τον Χάρο.»

«Τι σχέδιο ρε Μπουμπού; Τι μπορούμε να κάνουμε από εδώ μέσα;»

«Το απλούστατο. Τι μπορεί να αδειάσει ένα δωμάτιο πριν προλάβεις να πεις κιχ;»

«Το μπατσικό.» Απάντησε ο Μένιος με μια ξινίλα.

«Ακριβώς.» είπε η Ντένη προς έκπληξη όλων. «Θα πάρουμε το εκατό και θα πούμε ότι υπάρχει βόμβα στο εκκλησάκι. Θα ανέβει η αστυνομία και θα καθαρίσει την εκκλησία, και μέχρι να καταλάβουνε ότι δεν υπάρχει μέσα ούτε παιδική στρακαστρούκα, θα κερδίσουμε όσο χρόνο θέλουμε!»

«Ναι αλλά εσύ μιλάς για λεπτά, ίσως ώρες. Εμείς μπορεί να μείνουμε εδώ μέρες.» Είπε ο Κωνσταντίνος.

«Ε τότε θα ξαναπάρουμε.» του απάντησε με φυσικότητα.

«Κζτό, γιεσλί βι ρεσίτε προμπλέμου ντο κοντσά ιποπιτάγετες δοκαζάτ σβογιού λγουμπόβ κνί;»

Ο Κωνσταντίνος κοίταξε την Ντένη με απορία. «Τι λέει αυτή, καλέ;»

«Κάτι για βάσεις προβλημάτων και ουσίες, μην της δίνεις σημασία. Σκάσε κι εσύ χρυσό μου, μιλάμε τώρα. Θα την πάρεις μετά την δόση σου.» είπε στη Μαρούσκα και της γύρισε την πλάτη.

«Κάτσε, κάτσε.» μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος, κοιτάζοντας τη Μαρούσκα ξανά. «Η ουσία… Έχει δίκιο.»

«Άντε καλέ που έχει δίκιο…» Γέλασε η Ντένη. Μετά σοβάρεψε. «Έχει;»

Εκείνος γύρισε και τους κοίταξε όλους. «Το θέμα είναι ότι δεν έχω αναγνωρίσει τα παιδιά και ότι κρατούσα πάντα τη σχέση μας στο σκοτάδι, σωστά;»

«Ε ναι, ρε χαϊβάνι! Το έχεις πήξει στα σκοτάδια το κορίτσι.» γκρίνιαξε η Φλώρα, βάζοντας τα χέρια της στη μέση.

Η Μαριάνθη έσκυψε κοντά της. «Γιατί, μόνο νύχτα βλέπονταν;» της ψιθύρισε απορημένη.

Μα ο Κωνσταντίνος είχε κολλήσει σε αυτό που είχε πει η Μαρούσκα. Αν υπήρχε ένας τρόπος να της αποδείξει πως όντως την αγαπούσε πέρα από τα λόγια, αλλά και πως ήταν περήφανος για αυτό… Πως δεν ήθελε να κρύβεται πια, ήθελε να το φωνάξει σε όλον τον κόσμο. Ακριβώς όπως του είχε πει να κάνει εκείνο το βράδυ στο μαιευτήριο. Αχ, αν το είχε κάνει τότε, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα σήμερα. Θα ήταν μαζί, βόλτα στην παραλία μια τόσο καλοκαιρινή μέρα σαν τη σημερινή. Με ένα μωρό αγκαλιά ο καθένας, και το άλλο χέρι τυλιγμένο στη μέση του άλλου, λουσμένοι στο φώς του ήλιου. Άντ' αυτού, είχε χάσει την τέλεια ευκαιρία με τον τύπο να περιμένει κάτω από το παράθυρο εκείνο το βράδυ, κι έτσι τώρα αντί για έξω στο φως μαζί της, βρισκόταν πάλι πίσω από κλειστά παντζούρια μόνος του – και η σχέση τους ακόμα στο σκοτάδι.

Κοιτούσε τα κλειστά παντζούρια δέκα δευτερόλεπτα αργότερα, όταν ξαφνικά τον χτύπησε η επιφοίτηση σαν τούβλο στο κεφάλι. Γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε τα παντζούρια, μετά όλα τα άτομα στο δωμάτιο μέχρι και τον Τίτο, και μετά ξανά τα παντζούρια έκπληκτος. Δεν ήξερε αν ήθελε να γελάσει ή να κλάψει ή να φωνάξει ή να φύγει τρέχοντας, πάντως ξαφνικά ένιωσε την αδρεναλίνη να κυλά στις φλέβες του και να απλώνεται σε ολόκληρο το κορμί του.

Χωρίς να το πολυσκεφτεί, έτρεξε στο παράθυρο όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

«Ε! Ε!» Όλοι άρχισαν να φωνάζουν.

«Τι κάνεις ρε ηλίθιε;!» ούρλιαξε η Φλώρα πανικόβλητη.

«Αρκετά τα έκρυψα.» δήλωσε εκείνος αποφασιστικά. «Καιρός να βγουν στο φως.»

«Και τώρα το αποφάσισες ρε χαμένε; Είναι φίσκα παπαράτσι από κάτω!»

«Ακριβώς.» της απάντησε με ένα μυστήριο χαμόγελο και με μια απότομη κίνηση τράβηξε το παντζούρι και μονομιάς άπλετο φως έλουσε το σκοτεινό σαλόνι. Χωρίς να χάσει λεπτό, ξεκλείδωσε το παράθυρο και το άνοιξε διάπλατα.

Ήταν λες και με την κίνησή του αυτή το σύμπαν ξέσπασε σε ένα χάος από κίνηση και ήχο. Το φώς του ηλίου ήταν εκτυφλωτικό μετά από τόσες ώρες στο σκοτάδι, και αμέσως μόλις το πλήθος συνειδητοποίησε πως άνοιξε το παράθυρο ακουστήκαν από παντού επιφωνήματα έκπληξης, κραυγές και τσιρίδες τρόμου, φωναχτές εντολές από ανωτέρους στους υπαλλήλους τους, αμέτρητα φλας να ανάβουν και να τον τυφλώνουν ακόμα χειρότερα, κανάλια με κάμερες να τρέχουν κοντά και δημοσιογράφοι να βουτούν μικρόφωνα και να ανακοινώνουν την νέα εξέλιξη πριν αυτή καλά-καλά συμβεί.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, από πίσω του άκουγε όλους τους δικούς του να ουρλιάζουν σαν τρελοί λες και πήγαινε να πηδήξει. Που μάλλον αν πήδαγε λιγότερο θα αντιδρούσαν.

«Ρε παλικάρι! Τι κάνεις εκεί ρε;!» άκουσε τον Μένιο να φωνάζει πανικόβλητος πίσω του.

«Μη, Μένιο, ασ' τον!» Για πρώτη φορά μίλησε η μητέρα του. «Ξέρει τι κάνει.»

Και παρότι είχε κοκαλώσει για τα καλά με αυτή την έκρηξη αντιδράσεων, αυτή η μικρή πρόταση ξεχώρισε στο μυαλό του από τις άλλες. Τρεις λέξεις που για κάποιο λόγο ακούστηκαν πιο δυνατά από τα εκατοντάδες φλας που όλο και πλησίαζαν το παράθυρο από κάτω στον κήπο. Ξέρει τι κάνει.

Βέβαια και ήξερε τι έκανε. Μπορεί να ήταν μια απόφαση της στιγμής, μα προετοίμαζε τον εαυτό του πάρα πολύ καιρό για αυτό. Είχε σκεφτεί χιλιάδες φορές να το κάνει. Ήταν μια απόφαση ώριμη, αισθητή. Και ήταν περήφανος που την έπαιρνε.

«Λέγομαι Κωνσταντίνος Μαρκοράς.» φώναξε στο πλήθος. Αμέσως από κάτω επικράτησε αναστάτωση, μα σαν ηθοποιός στη σκηνή είχε ένα ρόλο εκεί και δεν άφησε τους εξωτερικούς παράγοντες να τον επηρεάσουν. «Μένω σε αυτό εδώ το σπίτι και αυτή τη στιγμή είμαι υπό την ομηρία του κύριου Μένιου Τσαπάρα. Είμαι δάσκαλος αρχαίου δράματος και έχω μια θεατρική σχολή στον Υμηττό. Πολλοί από εσάς μπορεί να με γνωρίζετε από την παράσταση της Αντιγόνης την οποία σκοπεύω να ανεβάσω, καθώς και του σκηνοθετικού μου έργου στη νέα σειρά του Mega…» Έκανε μια γκριμάτσα. «Στην οποία επίσης εμφανίστηκα ως guest προ ολίγων επεισοδίων μαζί με την, γνωστή σε όλους σας θεωρώ, κυρία Μαρίνα Κουντουράτου. Η κυρία Κουντουράτου λοιπόν, σήμερα – κάτι που λογικά δεν γνωρίζετε- παντρεύεται.»

Επιφωνήματα έκπληξης ακούστηκαν από το ακροατήριο. «Ναι, ναι, μάλιστα. Παντρεύεται τον κύριο Αία Μανθόπουλο, σε ένα εκκλησάκι ψηλά σε λόφο στην Πεντέλη. Γιατί ένα τόσο ερημικό μέρος θα αναρωτιέστε; Προς τι τέτοια μυστικότητα; Λοιπόν εγώ ξέρω ότι κρύβει κανείς κάτι μόνο όταν ντρέπεται γι' αυτό, και για αυτόν ακριβώς τον λόγω έχω να κάνω μιαν ανακοίνωση σε εσάς. Γιατί εγώ δεν ντρέπομαι για τίποτα.»

«Ε, άντε λοιπόν αγόρι μου, μας τα 'πρηξες!» φώναξε η Ντένη από πίσω, κι αυτός καθάρισε το λαιμό του. Είχε την τάση να μακρολογεί όταν ήταν αγχωμένος, είναι η αλήθεια.

«Το λοιπόν! Έχω να ανακοινώσω ότι εδώ και δύο χρόνια, η κυρία Κουντουράτου κι εγώ…» κατάπιε, και έκλεισε τα μάτια του. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. «Η Μαρίνα κι εγώ.» διόρθωσε και τα χείλη του συσπάστηκαν. «έχουμε δεσμό.»

Επιφωνήματα έκπληξης ήχησαν παντού ξανά, ακόμα πιο έντονα αυτή τη φορά. «Δύο χρόνια τώρα διατηρούμε κρυφή σχέση. Αγαπιόμαστε, και τα παιδιά της είναι δικά μου, όχι του Αίαντα Μανθόπουλου». Άλλο ένα κύμα επιφωνημάτων, και ο Κωνσταντίνος, παρά τη ταραχή του, έβρισκε ελαφρώς χιουμοριστικές τις αντιδράσεις αυτές του πλήθους. «Λόγω μιας παρεξήγησης δυστυχώς, αναγκάστηκε να παρουσιάσει εκείνον ως πατέρα και να διατηρήσει μια σχέση μαζί του η οποία ήταν ανέκαθεν λευκή. Μα τα παιδιά είναι, το τονίζω, δικά μου, και αυτό που υπάρχει μεταξύ μας είναι κάτι αληθινό. Και επειδή ακριβώς κρατούμαι όμηρος αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να διαλύσω τον γάμο της και κινδυνεύω να την χάσω για μία, όπως προανέφερα, παρεξήγηση.» …επικών διαστάσεων.

«Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο κάνω έκκληση σε εσάς. Αυτός ο γάμος είναι ένα λάθος και το ξέρει γι' αυτό τον κρύβει, και πρέπει να διαλυθεί πάση θυσία. Σας παρακαλώ, όποιος από εσάς μπορεί και προτίθεται, ας τρέξει να την προλάβει προτού είναι πολύ αργά. Βρίσκεται στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στην Πεντέλη, πάνω στην κορυφή του λόφου είναι. Πείτε της ότι βγήκα και τα είπα όλα, κι ότι θα έδινα τα πάντα να μπορούσα να πάω εγώ ο ίδιος.»

Σε ζήτημα δευτερολέπτων, ο μισός κήπος άδειασε και άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις, να μπαίνουν σε αμάξια, να χύνονται στους δρόμους. Η καρδιά του πήδηξε ένα χτύπο, και το μικρό χαμόγελο στα χείλη του απλώθηκε πια σ' ολόκληρο το πρόσωπό του, φτάνοντας από αφτί σε αφτί.

Το έκανε. Πραγματικά το έκανε.

«Στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, ε;» Φώναξε άλλη μια φορά στο πλήθος, με την ελπίδα να φουντώνει στο στήθος του.

Μα ξαφνικά ένας εκκωφαντικός ήχος ακούστηκε από κάτω, και εκείνος αναπήδησε τρομαγμένος. Ουρλιαχτά τον ακολούθησαν από το πλήθος, και αμέσως μετά ακολούθησε άλλος ένας. Μέσα στον ξαφνικό χαμό, κάτι του άρπαξε το πόδι και τον τράβηξε βίαια μακριά από το παράθυρο. Το παράθυρο έκλεισε ερμητικά, και μετά και τα παντζούρια.

Και στο δωμάτιο απλώθηκε ξανά σκοτάδι.